- εργασιακός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην εργασία, αλλ. εργατικός: Εργασιακές σχέσεις, εργασιακή θεωρία, εργασιακή οικονομία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετεργασιακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον μετά την εργασία χρόνο, στον χρόνο ανάπαυσης τών εργαζομένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + εργασιακός < εργασία)] … Dictionary of Greek
πήξιμο — το, Ν 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πήζω, το πάγωμα, η μεταβολή υγρού σε στερεό 2. μτφ. α) συνωστισμός β) κυκλοφοριακή συμφόρηση γ) υπερβολικός εργασιακός φόρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηξ τού αορ. έ πηξ α τού πήζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. πρήξ ιμο)] … Dictionary of Greek